- υποβαθμίζω
- υποβιβάζω, θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από ένα παραδεκτό όριο. Ουσ. υποβάθμιση, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποβαθμίζω — υποβαθμίζω, υποβάθμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποβαθμίζω — Ν 1. τοποθετώ κάποιον ή κάτι σε κατώτερη θέση τής βαθμολογικής ή ιεραρχικής κλίμακας στην οποία ανήκει, υποβιβάζω («η διοίκηση υποβαθμίζει την σημασία τής αποκέντρωσης») 2. συνεκδ. αλλοιώνω, ευτελίζω, φθείρω, κάνω κάτι να ξεπέσει ποιοτικά (α. «ο… … Dictionary of Greek
αναβαθμίζω — 1. ανεβάζω τη στάθμη, το επίπεδο 2. εξυψώνω, βελτιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεολογισμός τών τελευταίων ετών που πλάστηκε ως αντίθετο τού υποβαθμίζω από το ουσ. αναβάθμιση* κατά το σχήμα υποβαθμίζω υποβάθμιση, διαβαθμίζω διαβάθμιση] … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υποβάθμιση — η, Ν [υποβαθμίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποβαθμίζω (α. «υποβάθμιση τής σημασίας τών δημοτικών εκλογών» β. «συνεχής υποβάθμιση τών καλλιεργούμενων εδαφών» γ. «η περαιτέρω υποβάθμιση τού περιβάλλοντος ισοδυναμεί με καταστροφή») 2. φρ … Dictionary of Greek
παραχαράσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραχαράττω Α, παραχαράζω Ν μτφ. διαστρέφω, παραποιώ (α. «θεῑον δόγμα παραχαράττειν», Συνέσ. β. «παραχάραξε την αλήθεια») νεοελλ. απομιμούμαι ένα χάραγμα με σκοπό την απάτη και ιδίως κατασκευάζω ψεύτικα, κίβδηλα νομίσματα, είμαι… … Dictionary of Greek
αναβαθμίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. βελτιώνω τις κακές συνθήκες στο φυσικό ή το κοινωνικό περιβάλλον. 2. προάγω κάποιον (αντίθ. υποβαθμίζω). Ουσ. αναβάθμιση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)